ποδώνυχος

ποδώνυχος
ποδ-ώνῠχος, ον,
A reaching to the toes (cf. ποδήρης), Poll.10.191, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδώνυχος — reaching to the toes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδώνυχος — ον, Α (για ένδυμα) αυτός που φτάνει ώς στα νύχια τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. πλατυ ώνυχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ποδώνυχον — ποδώνυχος reaching to the toes masc/fem acc sg ποδώνυχος reaching to the toes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”